σκαιότητα

σκαιότητα
η / σκαιότης, -ητος, ΝΑ [σκαιός]
η ιδιότητα τού σκαιού, τραχύτητα, βαναυσότητα (α. «τόν έδιωξε με σκαιότητα» β. «σκαιότης τρόπου», Αλκίφρ.)
αρχ.
αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, απαιδευσία, αμάθεια («πολέμους ἵστασθαι ὑπό τε ἀγνωμοσύνης καὶ σκαιότητος», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκαιότητα — η τραχύτητα στη συμπεριφορά, βαναυσότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαιότητα — σκαιότης awkwardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητ' — σκαιότητα , σκαιότης awkwardness fem acc sg σκαιότητι , σκαιότης awkwardness fem dat sg σκαιότητε , σκαιότης awkwardness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρειοσύνη — ἀγρειοσύνη, η (Α) [ἀγρεῑος] 1. αγένεια, σκαιότητα 2. ζωή σκληρή, νομαδική …   Dictionary of Greek

  • αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… …   Dictionary of Greek

  • αγριότητα — η (AM ἀγριότης) [ἄγριος] 1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση τού άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση τού εξημερωμένου 2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα || μσν. νεοελλ. (για φυσικά φαινόμενα) κακοκαιρία… …   Dictionary of Greek

  • αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… …   Dictionary of Greek

  • αποπαίρνω — επιτιμώ αυστηρά, συμπεριφέρομαι με σκαιότητα σε κάποιον («μην τ αποπαίρνεις το παιδί, δεν φταίει») …   Dictionary of Greek

  • βαρυδαιμονία — βαρυδαιμονία, η (Α) [βαρυδαίμων] 1. βαριά μοίρα, δυστυχία 2. τραχύτητα, σκαιότητα …   Dictionary of Greek

  • ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”